μακιγιάρω — μακιγιάρω, μακιγιάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μακιγιάρω — μακίγιαρα, μακιγιαρίστηκα, μακιγιαρισμένος, καλλωπίζω τον εαυτό μου ή άλλον με τις κατάλληλες ουσίες για ομορφιά ή αλλαγή των χαρακτηριστικών του προσώπου: Η τραγουδίστρια ήταν έντονα μακιγιαρισμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακιγιάρισμα — το [μακιγιάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακιγιάρω, το μακιγιάζ … Dictionary of Greek
αμακιγιάριστος — η, ο [μακιγιάρω] 1. αυτός που δεν έχει μακιγιαριστεί, αφτιασίδωτος 2. αυτός που έχει τη φυσική του όψη, γνήσιος, πραγματικός, ατόφιος … Dictionary of Greek
μακιγιάζ — και μακιγιάρισμα, το 1. τεχνική που έχει ως σκοπό τον εξωραϊσμό τού προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών 2. τεχνική λεπτομερειακού φτιασιδώματος τού προσώπου ενός ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων βοηθητικών ουσιών με σκοπό να… … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιασιδώνω — και φκιασιδώνω Ν [φτειασίδι] καλλωπίζω, μακιγιάρω … Dictionary of Greek
φτιασιδώνω — φτιασίδωσα, φτιασιδώθηκα, φτιασιδωμένος, και φκιασιδώνω φκιασίδωσα, φκιασιδώθηκα, φκιασιδωμένος, βάφω με κοκκινάδι, μακιγιάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)